-
1 επιχείρημα
-
2 ἐπιχείρημα
-
3 επιχειρημα
- ατος τό1) попытка, начинание, предприятие, затея Thuc., Xen., Isocr.μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Plat. — затеять безрассудное дело
-
4 επιχείρημα
τό1) довод, аргумент;ισχυρό (ακαταγώνιστο — или αδιάψευστο) επιχείρημα — веский (неоспоримый) довод;
προβάλλω επιχείρήματα — приводить доводы;
αποδείχνω με επιχείρήματα — аргументировать;
στερούμαι επιχείρημάτων — мне недостаёт аргументов;
2) попытка -
5 ἐπιχείρημα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Sir 9,4undertaking, attempt -
6 επιχείρημα
[эпихирима] ουσ ο довод, аргумент. -
7 ἐπιχείρημα
A undertaking, attempt, esp. of a military enterprise, Th.7.47, X.HG1.2.6, Isoc.2.8, etc.;μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Pl. Alc.1.113c
;πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐ. Id.Prt. 317a
.II in the Logic of Arist., attempted, i.e. dialectical proof, opp. a demonstrative syllogism ([etym.] φιλοσόφημα), Top. 162a16, etc.: so in Rhet., [Cic.]ad Herenn.2.2.2, D.H. Din.6, Is.16, Demetr.Lac.1055.18 F, Hermog.Inv.3.4, Gal.5.221, etc.; περὶ -ημάτων, title of work by Minucianus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχείρημα
-
8 ἐπιχείρημα
ἐπι-χείρημα, τό, das Unternehmen, Beginnen; kriegerische Unternehmung; das Betreiben einer Sache. Auch der Punkt, von wo aus man etwas unternehmen kann, Operationspunkt. Die Schlußfolge, Folgerung; von Kunstgriffen in den Schlüssen, Rhett. -
9 επιχείρημα
argument -
10 επιχείρημα
1) dowód (m) rzecz.2) wywód (m) rzecz. -
11 επιχείρημα
1) důvod2) obsah -
12 επιχείρημα
argumentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιχείρημα
-
13 απόδειξη (για επιχείρημα)
доказГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > απόδειξη (για επιχείρημα)
-
14 tez
επιχείρημα, επιχειρηματολογία -
15 wywód
επιχείρημα -
16 аргумент
-а α.επιχείρημα συλλογισμός•веский аргумент σοβαρό επιχείρημα•
ложный аргумент ψεύτικο επιχείρημα•
убедительное аргумент πειστικό επιχείρημα.
-
17 довод
-а α.επιχείρημα, ισχυρισμός• συλλογισμός•неоспоримый довод αδιαμφισβήτητο επιχείρημα•
убедительный довод πειστικό επιχείρημα•
приводить -ы φέρω επιχειρήματα•
веский довод σοβαρό επιχείρημα.
-
18 аргумент
-
19 довод
-
20 неопровержимый
неопровержимый ακαταμάχητος, αδιάψευτος* \неопровержимый довод το ακαταμάχητο επιχείρημα* * *ακαταμάχητος, αδιάψευτοςнеопровержи́мый до́вод — το ακαταμάχητο επιχείρημα
См. также в других словарях:
ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
επιχείρημα — το, ατος 1. απόπειρα, τόλμημα. 2. συλλογισμός με τον οποίο επιχειρεί κανείς να αποδείξει κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Δεν έχει επιχειρήματα. 3. (λογ.), απλός συλλογισμός στον οποίο η μια από τις δύο προκείμενες ή και οι δύο έχουν προσαρτημένη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα … Dictionary of Greek